- πολυβλέφαρος
- -ον, Μ1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτο-βλέφαρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυβλεφάροιο — πολυβλέφαρος with many eyes masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek